- πρωτοδικείο(ν)
- το суд первой инстанции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτοδικείο — το, Ν (νομ.) 1. πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο, πολιτικό ή διοικητικό 2. το οίκημα όπου είναι εγκατεστημένες οι διάφορες υπηρεσίες τού παραπάνω δικαστηρίου και στο οποίο εκδικάζονται οι υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πρωτοδικείο — το δικαστήριο που δικάζει σε πρώτο βαθμό υποθέσεις αστικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτόδικος — η, ο, Ν (νομ.) 1. αυτός που υπάγεται στη δικαιοδοσία τού πρωτοδικείου («πρωτόδικη υπόθεση») 2. αυτός που προέρχεται από πρωτοδικείο («πρωτόδικη απόφαση»). επίρρ... πρωτόδικα Ν στο πρωτοδικείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δικος (< δίκη), πρβλ.… … Dictionary of Greek
σωματείο — Ένωση προσώπων που επιδιώκει έναν οποιοδήποτε θεμιτό, όχι κερδοσκοπικό, σκοπό: ιδεολογικό, κοινωνικό, αγαθοεργό, εκπαιδευτικό, καλλιτεχνικό, επαγγελματικό, πολιτικό κλπ. Τα σ. αποχτήσανε τεράστια σημασία στην εποχή μας εξαιτίας της ανάπτυξης του… … Dictionary of Greek
διαχείριση, αναγκαστική — (Νομ.). Η α.δ. επιβάλλεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της εκάστοτε περιφέρειας σε ένα ακίνητο ή σε μια επιχείρηση έπειτα από αίτηση δανειστή, με σκοπό να ικανοποιηθεί η απαίτησή του από τα έσοδα της διαχείρισης. Η πολιτική δικονομία παρέχει… … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο — Δικαστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται από 15 δικαστές και 8 γενικούς εισαγγελείς, οι οποίοι διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων για εξαετή θητεία. Αν και στη συνθήκη δεν ορίζεται κατανομή των δικαστών ανά… … Dictionary of Greek
Vrilissia — Infobox Greek Dimos name = Vrilissia (Βριλήσσια) name local = periph = Attica prefec = Athens population = 25.582 population as of = 2001 pop dens = 6.634 area = 3.856 elevation = 250 lat deg = 38 lat min = 2 lat hem = N lon deg = 23 lon min = 50 … Wikipedia
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek